αλμάς — ἁλμάς ( άδος), η (Α) [ἅλμη] η ελιά που διατηρείται σε άλμη, αλμυρή, αλατισμένη, κολυμπάδα (με το ουσιαστικό ελαία, ελάα και απόλυτα, χωρίς αυτό) … Dictionary of Greek
ἁλμάς — salted fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδα — ἁλμάς salted fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδας — ἁλμάς salted fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδες — ἁλμάς salted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδι — ἁλμάς salted fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδος — ἁλμάς salted fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάδων — ἁλμάς salted fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμάσιν — ἁλμάς salted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλμη — η (Α ἅλμη) (νεοελλ. και άρμη) 1. το θαλασσινό νερό, και ιδιαίτερα το νερό τής αλυκής, που έχει υποστεί μερική εξάτμιση 2. λεπτό στρώμα αλατιού που απομένει στο σώμα ή το έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού 3. νερό μέσα στο οποίο… … Dictionary of Greek